- φύλακος
- -άκου, ὁ, Α(επικ. και ιων. τ.) φύλακας, φρουρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φύλαξ*, με μετάσταση στη θεματική κλίση, ο οποίος απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στον τ. purako. Η λ. χρησιμοποιείται και ως ανθρωπωνύμιο].
Dictionary of Greek. 2013.